μετατεύχω

μετατεύχω
μετατεύχω (Μ)
αλλάζω σκευή, οπλισμό («αὐτὸς ἑαυτὸν εἰς μάχιμον μετατεύχειν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + τεύχω «κατασκευάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”